- ὑπερτερεῖ
- ὑπερτερέωsurpasspres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ὑπερτερέωsurpasspres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… … Dictionary of Greek
αφομοίωση — Ο όρος α. σημαίνει γενικά το αποτέλεσμα του αφομοιώ και του αφομοιούμαι, δηλαδή το να γίνεται κάτι όμοιο με κάποιο άλλο. (Γλωσσολ.) Γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο κάποιος φθόγγος μιας λέξης εξομοιώνεται με τον γειτονικό του. Η αιτία του… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
μίκα ή μαρμαρυγίες — Ομάδα πυριτικών ορυκτών πολύ ανθεκτικών στον ηλεκτρισμό και στη θερμότητα. Από άποψη δομής είναι φυλλοπυριτικά άλατα που χαρακτηρίζονται από μια αλυσίδα τετραέδρων SiO4, τα οποία αναπτύσσονται προς δύο διευθύνσεις μέσα στον χώρο, με τρόπο ώστε να … Dictionary of Greek
πυρόξενοι — Σημαντική οικογένεια πυριτικών ορυκτών που συμμετέχουν στη σύσταση πολλών πετρωμάτων, πολλές φορές ως θεμελιώδη ορυκτολογικά συστατικά. Ο ιδανικός χημικός τύπος της ομάδας αυτής ορυκτών είναι: R2Si2O6, όπου το R δείχνει το μαγνήσιο Mg2Si2O6,… … Dictionary of Greek
αρχ- — (AM αρχ ). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ είναι μία από τις μορφές που εμφανίζουν τα σύνθετα των οποίων το α συνθετικό προέρχεται από το ρ. άρχω, ενώ το β συνθετικό τους αρχίζει από φωνήεν. Για το αρχ ισχύει ό,τι και για το αρχε *, αρχι * και αρχο * Δηλ. τα… … Dictionary of Greek
βασίλισσα — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από τη Νικομήδεια και έζησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (284 304). Η μνήμη της τιμάται στις 3 Σεπτεμβρίου. 2. Σύζυγος του Μαξέντιου. Σκοτώθηκε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Νοεμβρίου … Dictionary of Greek
δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να … Dictionary of Greek
ηγεμόνας — ο, θηλ. ηγεμονίδα (AM ἡγεμών, θηλ. ἡγεμονίς και ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, Α δωρ. τ. ἁγεμών, αιολ. τ. ἀγίμων, θηλ. και ἡγεμών και ἡγεμόνισσα και ἡγεμόνη, δωρ. ἁγεμόνη) [ηγούμαι] 1. αυτός που ηγείται, ο ηγέτης, ο επικεφαλής 2. άρχων μιας χώρας, μονάρχης … Dictionary of Greek
καθυπερτερητικός — καθυπερτερητικός, ή, όν (Α) [καθυπερτερώ] αυτός που υπερτερεί, που υπερέχει … Dictionary of Greek